- ανεφάντης
- ο слуховое окно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλεφάντης — ο και ἀνεφάντης ή ἀναφάντης άνοιγμα τής στέγης ή και η είσοδος οικήματος από το οποίο περνά μέσα το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αλεφάντης < ανεφάντης (με ανομοίωση τού ν σε λ) < αναφάντης (με ανομοίωση του α σε ε) < αναφαίνω «κάνω κάτι να δώσει… … Dictionary of Greek